- ασπροφορώ
- -εσα, -εμένος, λευκοφορώ: Στη γιορτή ήταν όλοι ασπροφορεμένοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασπροφορώ — ( άω και έω) (Μ ἀσπροφορῶ, έω) φορώ λευκά ενδύματα νεοελλ. (για πενθούντες) παύω να φορώ τα μαύρα που δηλώνουν πένθος, βγάζω τα μαύρα … Dictionary of Greek
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek